αλυκτώ

αλυκτώ
(I)
ἀλυκτῶ (-έω) (Α) [ἀλύω]
βλ. αλυκτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλυκτὸς < ἀλυκ-, θ. τού ρ. ἀλύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω].
————————
(II)
(-εω) (Α ἀλυκτῶ)
υλακτώ* (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλυκτῶ — ἀλυκτάζω wander distraught fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀλυκτέω wander distraught pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλυκτέω wander distraught pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀλυκτός to be shunned… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλυκτάζω — και αλυκτώ ( έω) [αλυκτώ] 1. περιπλανιέμαι ανήσυχος, φοβισμένος 2. πέφτω σε αγωνία, αμηχανία, απογοήτευση 3. φοβάμαι, κρύβομαι …   Dictionary of Greek

  • αλαλύκτημαι — ἀλαλύκτημαι (Α) είμαι ταραγμένος ανησυχώ, αδημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακείμενος τού ρ. ἀλυκτῶ*] …   Dictionary of Greek

  • αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ …   Dictionary of Greek

  • αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”